Δίδυμοι

Δίδυμοι
(Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο, ανάμεσα στους αστερισμούς του Ηνίοχου, του Ωρίωνα και του Μικρού Κυνός. Είναι ο τρίτος αστερισμός του ζωδιακού κύκλου μετά τον Ταύρο και πριν από τον Καρκίνο. Η ονομασία του αναφέρεται στους Διόσκουρους, θεούς του φωτός, γιους της Λήδας και του Δία. Οι Δ. αποτελούνται από πολλούς αστέρες. Οι δύο λαμπρότεροι πήραν τα ονόματα των Διόσκουρων, Κάστωρ και Πολυδεύκης. Ο Κάστωρ αποτελεί στην πραγματικότητα ένα σύστημα έξι αστέρων. Ο Πολυδεύκης έχει μέγεθος 1,2 και είναι λαμπρότερος από τον Κάστορα. Στην αρχαιότητα ήταν λαμπρότερος o Κάστωρ. Οι Δ. ονομάζονται διεθνώς Gemini και συμβολίζονται με Gem. O αστερισμός των Διδύμων ανήκει στον ζωδιακό κύκλο και αποτελείται περίπου από 100 αστέρες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Δίδυμοι — Δίδυμος double masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίδυμοι — δίδυμος double masc nom/voc pl δίδυμος double masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίδυμοι ή Δίδυμα — Αρχαία πόλη της Ιωνίας στα Ν της Μιλήτου, όπου βρίσκεται η σημερινή πόλη Γέροντας. Η ονομασία της θεωρείται καρικής προέλευσης, από τους Κάρες που ήταν εγκατεστημένοι κάποτε εκεί. Έγινε ονομαστή από το αρχαιότατο μαντείο του ναού του Διδυμαίου… …   Dictionary of Greek

  • διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… …   Dictionary of Greek

  • Дидимы — (Διδυμοι) близнецы; так назывались Аполлон и Артемида, и от них получили название многие города и местечки …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Σιαμαίοι αδελφοί — Δίδυμοι αδελφοί, (Τσανγκ Ενγκ) που τα σώματά τους συνδέονταν με μια σάρκινη λουρίδα από το στήθος. Γεννήθηκαν στην Ταϊλάνδη το 1811, από Κινέζους γονείς. Η λουρίδα που τους ένωνε είχε μήκος 0,055 μ. περίπου, αλλά με την πάροδο του χρόνου, και… …   Dictionary of Greek

  • δίδυμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και μαρτύρησε μαζί με τους επίσης Κύπριους Νεμέσιο και Ποτάμιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (AM δίδυμος, η, ον και δίδυμος, ον) 1. αυτός που γεννήθηκε με έναν… …   Dictionary of Greek

  • διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… …   Dictionary of Greek

  • γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… …   Dictionary of Greek

  • σιδηροπυρίτης — Ορυκτό του σίδηρου και του θείου (FeS2), πολύ διαδομένο στη φύση. Κρυσταλλώνεται στην παρημιεδρία του κυβικού συστήματος, προκαλώντας το σχηματισμό μιας ευρείας κλίμακας κρυσταλλικών μορφών· συνηθέστερες είναι η κυβική, η οκταεδρική, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”